- γνώμαις
- γνώμηmeans of knowingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ionische Sprache — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… … Deutsch Wikipedia
Ionisches Griechisch — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… … Deutsch Wikipedia
διαδικασία — η (AM διαδικασία) [διαδικάζω] 1. η διεξαγωγή τής δίκης σύμφωνα με ορισμένους τύπους και κανόνες 2. η διεξαγωγή κάποιας πράξης ή η διεργασία που συντελείται σύμφωνα με ορισμένους τύπους 3. πολύς μόχθος για την εκτέλεση κάποιας ενέργειας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… … Dictionary of Greek
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
προσεπιρρέπω — Μ ρέπω, κλίνω επίσης προς κάτι («ταῑς γνώμαις ταύταις προσεπέρρεπον», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρέπω «τείνω, πλησιάζω»] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek